αλειτούργητος

αλειτούργητος
-η, -ο (AM ἀλειτούργητος, -ον) (νεοελλ.-μσν.) αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θεία λειτουργία
νεοελλ.
Ι (για ναό)
1. αυτός τού οποίου τα εγκαίνια δεν τελέστηκαν ακόμη, ο ανεγκαινίαστος
2. αυτός που παραμένει κλειστός για μεγάλο διάστημα, που δεν λειτουργείται
ΙΙ (για πρόσωπα)
1. αυτός που δεν παρακολούθησε τη θεία λειτουργία ή που δεν συνηθίζει να συχνάζει στη θεία λειτουργία
2. ασεβής, φαύλος, αθεόφοβος
3. το ουδ. ως ουσ. το αλειτούργητο
το αραποσίτι, που δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται στον άρτο τής λειτουργίας
αρχ.
ο απαλλαγμένος από τις λειτουργίες, τις δημόσιες εισφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + λειτουργῶ.
ΠΑΡ. αλειτουργησία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀλειτούργητος — free from masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλειτούργητος — η, ο επίρρ. α 1. (για εκκλησία), αυτή που δε λειτουργήθηκε: Το ξωκλήσι ήταν σχεδόν έξι μήνες αλειτούργητο. 2. αυτός που δεν πηγαίνει στην εκκλησία, ακκλησίαστος: Είχε ένα χρόνο αλειτούργητος. 3. ασεβής, αθεόφοβος: Είδες εκεί τον αλειτούργητο! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλειτούργητον — ἀλειτούργητος free from masc/fem acc sg ἀλειτούργητος free from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτουργήτοις — ἀλειτούργητος free from masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτουργήτους — ἀλειτούργητος free from masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτούργητα — ἀλειτούργητος free from neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτούργητοι — ἀλειτούργητος free from masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άψαλτος — η, ο (Μ ἄψαλτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ψαλεί 2. εκείνος που δεν του έχει ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία, ο αδιάβαστος μσν. (για τόπο) αυτός στον οποίο δεν τελέστηκε λειτουργία, ο αλειτούργητος …   Dictionary of Greek

  • ακκλησίαστος — και ακκλήσιαστος, η, ο [εκκλησιάζομαι] 1. αυτός που δεν έχει εκκλησιαστεί ή δεν εκκλησιάζεται, ο αλειτούργητος 2. αυτός στον οποίο έχει απαγορευθεί ο εκκλησιασμός με αφορισμό ή άλλη τιμωρία …   Dictionary of Greek

  • αλειτουργησία — και αλειτουργησιά η (Α ἀλειτουργησία) [ἀλειτούργητος] νεοελλ. 1. η μη τέλεση λειτουργίας ή άλλης θρησκευτικής ακολουθίας για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. η μη προσέλευση κάποιου σε θρησκευτικές ακολουθίες μσν. 1. (ως πειθαρχική ποινή κληρικών)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”